κατάκρισις

κατάκρισις
κατάκρισις, εως, ἡ (s. two prec. entries and next; Vett. Val. 108, 4; 117, 35; Syntipas p. 43, 11 θεόθεν κ. AcThom 84 [Aa II/2 p. 200, 9]; 128 [p. 236, 20]; 135 [p. 242, 10]; τοῦ ὄφεως κ. Theoph. Ant. 2, 23 [p. 56, 10]; Iren.; Did.) a judicial verdict involving a penalty, condemnation κατάκρισιν ἔχειν τινί bring condemnation for someone 2 Cl 15:5. πρὸς κ. οὐ λέγω I do not say this to condemn 2 Cor 7:3. Of Mosaic cult and legislation: ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως the ministry of condemnation (s. διακονία 3) 3:9.—DELG s.v. κρίνω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάκρισις — condemnation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσει — κατάκρισις condemnation fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατακρίσεϊ , κατάκρισις condemnation fem dat sg (epic) κατάκρισις condemnation fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσεις — κατάκρισις condemnation fem nom/voc pl (attic epic) κατάκρισις condemnation fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσεσι — κατάκρισις condemnation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσεσιν — κατάκρισις condemnation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκρισιν — κατάκρισις condemnation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριση — η (AM κατάκρισις) [κατακρίνω] κατηγορία, επιτίμηση, μομφή, επίκριση («με αυτά που κάνει έχει την κατάκριση τού κόσμου») μσν. αρχ. η καταδίκη αρχ. κρίση, γνώμη …   Dictionary of Greek

  • κατακριτικόν — κατακριτικόν, τὸ (Μ) [κατάκρισις] η διάθεση για κατάκριση …   Dictionary of Greek

  • μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՏԱՊԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0600 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. κατάκριμα, κατάκρισις damnatio, condemnatio Դատապարտելն, եւ իլն. պարտաւորութիւն. պատժապարտութիւն. մահապարտութիւն: ... Իմ. ՟Ժ՟Բ. 27: Հռ. ՟Ե. 16. 18: ՟Բ. Կոր. ՟Գ. 9: ՟Է. 3: *Պատիժք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κατακρίσεως — κατακρίσεω̆ς , κατάκρισις condemnation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”